φλαμουριά

φλαμουριά
(τίλια η πλατύφυλλη ή ευρωπαία). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των τιλιιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως τίλιο. Οι τιλιίδες είναι συγγενείς με τους μαλαχίδες, μαζί με τους οποίους υπάγονται στην τάξη των μαλαχωδών. Πρόκειται για ένα ωραίο δέντρο με πυκνή κόμη, την οποία συγκροτούν καρδιοειδή φύλλα, πριονωτά, εφοδιασμένα με μικρά παράφυλλα. Τα άνθη είναι εύοσμα, μικρά, κιτρινωπά, και έχουν 5 σέπαλα, 5 πέταλα, πολυάριθμους στήμονες και 5 καρπόφυλλα που συνιστούν μια επιφυή ωοθήκη. Είναι διατεταγμένα κατά κορύμβους, στην κορυφή μακρού ποδίσκου, ο οποίος εκφύεται από λογχοειδές βράκτειο με αμβλεία κορυφή. Το βράκτειο αυτό διευκολύνει τη μεταφορά των καρπών σε απόσταση με τη βοήθεια του ανέμου. Εκτός από το είδος που αναφέρθηκε, στην Ελλάδα συναντάται αυτοφυής και η τίλια η εριώδης, που ευδοκιμεί σε ημιορεινά και ορεινά δροσερά δάση, συχνά μαζί με σφενδάμνια, μελιούς και οξυές. Φυτεύεται και για δεντροστοιχίες. Το ξύλο της φ. είναι λευκωπό, ομογενές, ελαφρύ αλλά ανθεκτικό και χρησιμοποιείται για εργασίες μωσαϊκών, για κατασκευή χερουλιών σφυριών, πιάνων και μολυβιών. Η πάστα του ξύλου χρησιμοποιείται για κατασκευή χαρτονιών. Από τα άνθη της παρασκευάζεται το γνωστό αφέψημα τίλιο ή φλαμούρι. Τίλια η εριώδης: είδος αυτοφυούς φλαμουριάς, κατάλληλη και για δεντροστοιχίες.
* * *
η, Ν [φλαμούρι]
(βοτ.) κοινή ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τιλία που ανήκει στην οικογένεια τιλιίδες τής τάξης μαλβώδη, αλλ. φιλύρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλαμουριά — η 1. το δέντρο «φιλύρα», το φλαμούρι. 2. το δέντρο «μελία», ο μελιάς, το μελιό, ο φράξος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουμελία — βουμελία, η (Α) είδος μεγάλης μελίης, φλαμουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + μελία «φλαμουριά» (πρβλ. βουκόρυζα, βούπαις κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • μέλεγος — και μέλεος και μελιγός και μελιός, ο, και μελιό, το (Μ μελεός και μελιός, ὁ) το φυτό μελία ή φράξο, φράξινο ή φλαμουριά («κι η βελανιδιά κι ο μέλεγος κι ο νερόχαρος λωτός», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μέλινος — (I) μέλινος, ὁ (Α) το φυτό μελίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελίνη* με αλλαγή γένους]. (II) η ο (Α μέλινος και μελίνεος και μείλινος, ίνη, ον) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ξύλο μελίας («ὁ δ ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος Τληπόλεμος», Ομ. Ιλ …   Dictionary of Greek

  • μελέινος — μελέϊνος, η, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] …   Dictionary of Greek

  • μελία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 117 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται σε απόσταση 29 χλμ. Ν των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Δημητρίου. * * * η (Α μελία και επικ. τ. μελίη) άλλη κοινή σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • μελίινος — μελίϊνος, ίνη, ον (Α) ο μελέινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. ινος] …   Dictionary of Greek

  • μελιηγενής — μελιηγενής, ές (Α) αυτός που βλάστησε από το δέντρο μελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελίᾱ «φλαμουριά» + γενής (< γένος), πρβλ. μοιρη γενής, πετρη γενής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”